"Πάει, τα φάγαμε τα ψωμιά μας σήμερα", μουρμούρισε ο ηλικιωμένος, μεσόκοπος άνδρας με τις ρυτίδες στο μαυρισμένο πρόσωπο και το ζαρωμένο κούτελο, προσπαθώντας να πιάσει το βλέμμα του Τάλα. Δεν ήτανε πολύ πρωί. Γύρω στις 09.30 π.μ. Έτσι έλεγε το ρολόι μέσα στο υποκατάστημα των ΕΛΤΑ που κοίταζε ο Τάλας. Ήταν ενα ηλιόλουστο, όχι πολύ ζεστό πρωϊνό του Ιουνίου. Μαζί με τον Τάλα και τον ηλικιωμένο άνδρα περιμέναν άλλα 3 με 4 άτομα για να εξυπηρετηθούν. Με τις περικοπές που γίνονταν και στα ΕΛΤΑ, μόνο ενα ταμείο ήταν ανοιχτό. Η υπάλληλός του εξυπηρετούσε εδώ και κάμποση ώρα εναν μεσήλικα κύριο, ο οποίος είχε την τύχη να βρεθεί στο σημείο εκείνο πριν από τους υπολοίπους και να πάρει το χαρτάκι με τον αριθμό που του εξασφάλιζε την απαραίτητη και πολυπόθητη προτεραιότητα. Τύχη για εκείνον, ατυχία για τους υπολοίπους και ειδικά για τον ηλικιωμένο με τους 2 ταχυδρομικούς φακέλους στο χέρι - φακέλους, οι οποίοι από το ορθογώνιο σχήμα τους ήσαν βέβαιο οτι περιείχαν λογαριασμούς. Και ο μεσήλικας όμως για αυτόν τον σκοπό βρισκόταν στο υποκατάστημα: για να πληρώσει τους δικούς του λογαριασμούς. Μόνο που είχε 2 παραπάνω από τον ηλικιωμένο κύριο που περίμενε έξω.
"Άντε, τι θα γίνει επιτέλους, μεσημεριάσαμε", γκρίνιαξε ο ηλικιωμένος, αυτήν την φορά πιο δυνατά, ώστε να τον ακούσει και η υπάλληλος και ο πελάτης που εξυπηρετούνταν εκείνη την ώρα. Ταυτόχρονα ξανακοίταξε τον Τάλα, τον νεότερο εκείνης της ετερόκλητης παρέας. "Μια ώρα για 2-3 λογαριασμούς, τι πράγματα είναι αυτά, δεν μπορούν να ανοίξουν και δεύτερο ταμείο;", αναρωτήθηκε, τάχα μου ρητορικά, με πιο έντονη φωνή, και ενώ είχαν περάσει 20 με 30 λεπτά από την στιγμή που ο μεσήλικας είχε εισέλθει στο υποκατάστημα. Συνάμα το βλέμμα του γίνοταν επίσης πιο έντονο, κάρφωνε τον Τάλα με αυτό, προσπαθούσε να διασταυρώσει την ματιά του με την ματιά του Τάλα. Αποζητούσε την επιβεβαίωση από τον Τάλα, όπως ο πνιγμένος ψάχνει σανίδα σωτηρίας στην θάλασσα, περίμενε ενα νεύμα του, να δεί οτι ο Τάλας συμφωνεί με την βαρυσύμαντη άποψή του. Αυτό όμως δεν συνέβει. Ο Τάλας απέφευγε το βλέμμα του. Ο Τάλας δεν είχε και δεν έχει την πρόθεση να γίνει ο "yesman" κανενός. Στο 40λεπτο ο μεσήλικας είχε τελειώσει (δεν έφταιγε εκείνος, ούτε η άμοιρη η υπάλληλος, είναι το σύστημά τους εκεί στα ΕΛΤΑ πολύπλοκο και χρονοβόρο) και ο Τάλας, ο οποίος ήταν ο επόμενος στην σειρά, εισήλθε στο υποκατάστημα. Σε ενα 10λεπτο είχε τελειώσει. Στην συνέχεια εξυπηρετήθηκε ο ηλικιωμένος, ο οποίος, παρά τους κανονισμούς που αναγράφονταν, είχε μπει ήδη στο κατάστημα ενώ εξυπηρετούνταν ο Τάλας και χωρίς μάσκα. "Να δούμε εσύ πόσην ώρα θα κάνεις εξυπνάκια και ποιόν θα κατηγορήσεις για αυτό", σκέφτηκε ο Τάλας καθώς έφευγε.
Είναι τελικά χαρακτηριστικό πολλών ανθρώπων - όχι μόνο ηλικιωμένων ή μόνον ανδρών - να ψάχνουν να βρούν θύματα, να επιβληθούν, να φορτώσουν ευθύνες. Συχνό το φαινόμενο να συμπορεύονται η ευθυνοφοβία και η επιβολή, κρατημένες από το χέρι. Πολλοί θέλουν να παριστάνουν τα αφεντικά, ηδονίζονται να δίνουν διαταγές, να μειώνουν αυτούς που θεωρούν υφισταμένους τους, να επιβάλουν τα δικά τους, αλλά όταν σκουραίνουν τα πράγματα (π.χ. όταν πέφτουν τα καράβια τους έξω, γιατί κάνοντας τους μάγκες πήραν οικονομικά ρίσκα, στα οποία δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν) ψάχνουν να βρούν τους υπαίτιους αλλού. Άλλος δημιουργεί τα προβλήματα, άλλος όμως τα φορτώνεται. Τα βλέπουμε καθημερινά σχεδόν με τους πάσης φύσεως μιζαδόρους ψευτοπαράγοντες που λυμαίνονται σαν αρουραίοι το δημόσιο χρήμα: μόλις πιαστούν στα πράσα, αρχίζουν τις δικαιολογίες. Και όταν τους τελειώσουν οι δικαιολογίες ή εαν δεν πιάνουν, αρχίζουν είτε την κλάψα, είτε εκτοξεύουν κατηγορίες δεξιά κι αριστερά.
Το βλέπουμε με την φετινή ενεργειακή κρίση στην Ε.Ε. Στην Γερμανια μάλιστα, έχουν βγάλει και τηλεοπτικά σποτάκια, στα οποία παππουδογιαγιάδες καλούν τους συμπολίτες τους να κάνουν (για άλλη μια φορά) "συλλογική" οικονομία ("Sparpolitik"), διότι προφανώς η Γερμανία είναι φτωχοχώρα και δεν έχει λαμόγια μιζαδόρους.
Ενα ακόμα κλασικό παράδειγμα ευθυνοφοβίας και διαμοιρασμού ευθυνών αποτελεί ο γόνος εύπορης, μεγαλοαστικής οικογενείας από επαρχιακή μεγαλούπολη και πρωτεύουσα νομού. Η μαμά, πολιτικός μηχανικός με σπουδές στην Γερμανία, σε εποχές που λίγοι πήγαιναν εκεί. Ο μπαμπάς, μεγαλοδικηγόρος με ενεργή συμμετοχή στα κοινά. Κάποτε τα κατάφερε και εκλέχτηκε νομάρχης. Μετά από θητεία 4 ετών, εξαφανίστηκε. Ιδιώτευσε και παρίστανε (κι αυτός!) τον συγγραφέα. Πλέον έχει συνταξιοδοτηθεί και εισπράττει τουλάχιστον 2 συντάξεις. Τι έργο να προσέφερε κατά την θητεία του; Ρητορική η ερώτηση: μηδενικό! Η μεγαλούπολη-πρωτεύουσα νομού συνεχίζει να είναι μια βρώμικη, ταλαιπωρημένη αντιγραφή-κακέκτυπο της Αθήνας, με άναρχη δόμηση, χαλασμένους δρόμους, εγκληματικότητα. Ο γόνος σε όλα αυτά, είχε πάντα τις δικαιολογίες: όλοι οι άλλοι φταίνε. Ο μπαμπάς-νομάρχης και η μαμά-πολιτικός μηχανικός δεν φέρουν ευθύνες για αυτήν την κατάντια. Τις σπουδαίες και βαρυσήμαντες απόψεις του, τις περιφέρει κατά καιρούς και σε ιστολόγια φίλων του. Έχει π.χ. τύχει να διαβάσει ο Τάλας (με δυσκολία, διότι ο γόνος γράφει όπως μιλάει και είναι δύσκολο να τον παρακολουθήσει κανείς. Θα χρειαστεί η κατανάλωση Λεξοτανίλ και Ζάναξ για αυτόν τον σκοπό) τους μύδρους κατά οικογενειοκρατίας και αναξιοκρατίας που έχει εξαπολύσει ο γόνος. Φυσικά για τους άλλους, όχι για την περίπτωσή του, καθώς κάποιοι τον "φυτέψαν" σε κάποιο ίδρυμα με μόνα του προσόντα ενα βασικό πτυχίο από ελληνικό πανεπιστήμιο και ενα διδακτορικό από ξένο πανεπιστήμιο (κανένα μεταπτυχιακό, όπως θεωρούμε οτι απαιτείται εδώ και χρόνια για εργασία στον δημόσιο τομέα και δη, στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση) για να παριστάνει (κι αυτός!) τον φιλόσοφο-συγγραφέα. Έτσι φτιάχνονται οι καρριέρες. Έτσι γίνονται τ΄ αφεντικά - μέχρι να γίνει κάποιο "μπαμ", να ξεσπάσει κάποιο σκάνδαλο, και αυτοί που μέχρι πρότινος κάναν τα κουμάντα τους, να αρχίσουν τις δικαιολογίες και τον διαμοιρασμό των ευθυνών (τους)...