Donnerstag, 14. August 2008

ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΕΩΝ.

-"Μια coca-cola παρακαλω!"
Ο νεαρος γυρισε να δει απο που ακουγοταν αυτη η στριγγλικη, λαχανιασμενη φωνη.
Ηταν ενας κυριος γυρω στα 70, με ψαθινο καπελακι, λευκο φανελακι και σκουρο μπλε σορτσακι. Φορουσε γυαλια με χοντρο, κοκκαλινο σκελετο και χοντρους φακους που του εδιναν εκφραση αλλοιθωρου. Αφου παρελαβε την παραγγελια του, πεταξε μερικα κερματα στο πασο της καντινας και πλησιασε τρεκλιζοντας το τραπεζακι με τις τρεις πλαστικες καρεκλες που βρισκοταν δεξια του νεαρου.
"Μπα! Τι γυρευει αυτο το χουφταλο στην παραλια; Καλα καλα δεν μπορει να περπατησει", αναρωτηθηκε ο νεαρος, για να εισπραξει μεσα σε λιγα λεπτα την απαντηση: Μια ηλικιωμενη γυναικα πλησιασε το τραπεζακι του γερου. Αφησε την τσαντα της σε μια απο τις καρεκλες, μουρμουρισε κατι και κατευθυνθηκε προς τη θαλασσα.
*
Ηταν η τριτη φορα που παραθεριζε στο μικρο αυτο νησι του Ιονιου. Εδω και λιγες μερες ειχε ανακαλυψει αυτην την καπως απομακρη παραλια και ερχοταν να απολαυσει τα μπανια του. Ηταν μονος του. Κανενας δεν ειχε χρονο για να συμμετασχει στο ταξιδι του στο νησι. Δεν του εμενε πολυς ελευθερος χρονος ακομα. Επομενως επρεπε τωρα να χαλαρωσει και να διασκεδασει. Ο επερχομενος χειμωνας θα ειναι πολυ σκληρος...


Εριξε και παλι μια ματια προς την μερια του γερου που καθοταν σε μια απο τις πλαστικες καρεκλες. Παρατηρησε οτι τα γυαλια του με τον βαρυ σκελετο ησαν σκαρφαλωμενα πανω σε μια μεγαλη και χοντρη μυτη, που εμοιαζε να ειναι πρισμενη. Το βλεμμα του ηταν διχως λαμψη και πλανιωταν στον οριζοντα. Εμοιαζε με τυφλο. Το ρυτιδιασμενο προσωπο του ηταν διακοσμημενο με ενα ελαφρο, σπασμωδικο χαμογελο. Το κορμι του ηταν βαρυ, με πρισμενη κοιλια, ενω τα ποδια και τα μπρατσα του κοκκαλιαρικα, με το δερμα να κρεμεται.
Ξαφνικα διεκρινε ενα σπινθιρισμα στα ματια του γερου. Απο το μισανοιχτο στομα του βγηκε ενας ξερος, υποκωφος ηχος. Η αιτια της ξαφνικης αφυπνησης του γερου ηταν προφανως η καλλιγραμμη κοπελα με το μπλε μπικινι που περασε απο μπροστα του.
Ο νεαρος χαμογελασε. "Α ρε μπαρμπα! Γουσταρεις γκομενιτσες βλεπω...", σκεφτηκε. Βεβαια αυτη η παραλια δεν ειχε και πολλα κοριτσια. Κυριως γριες, χοντρουλες και μικρα παιδια. Απο την αλλη μερια, ηταν νωρις, μολις 10.30 το πρωι. Του αρεσε παρα ταυτα να ερχεται νωρις το πρωι για μπανιο. "Μυαλο δεν εχει ο κοσμος! Ερχονται νταλα μεσημερι και ψηνονται σαν μπριζολες απο την ζεστη!", σκεφτηκε με οργη.
Το βλεμμα του νεαρου περιπλανηθηκε κατα μηκος της ακρογιαλιας.

**
Η ωρα περνουσε και η ζεστη αυξανοταν. Αφου βυθισε για αλλη μια φορα το κορμι του στην υγρη, δροσερη αγκαλια της θαλασσας, ο νεαρος επεστρεψε στην καντινα και καθισε εκει οπου ειχε αφησει τα πραγματα του. Εβλεπε αυτοκινητα να κατηφοριζουν την πλαγια που οδηγουσε στην παραλια. Δυο τρεις οικογενειες με τα κουτσουβελα τους που τσιριζαν, ενα ηλικιωμενο ζευγαρι και τεσσερεις κοπελς περασαν απο μπροστα του. Παρα περα ενα ζευγαρι νεαρων επαιζε με τις ρακετες στην αμμουδια, ενω ενα ζευγαρι ξενων - ισως Γερμανοι - πασαλειβαν τα γυμνα τους κορμια με λαδια και κρεμες μαυρισματος. "Περιεργες συνηθειες εχουν αυτοι οι ξενοι", αναρωτηθηκε. "Αγγλοι, Γερμανοι, Σουηδοι να καθονται απο το πρωι ως το βραδυ κατω απο τον καυτο ηλιο μεχρι να ξεφλουδισουν..."
Ο γερος με το ψαθινο καπελακι ειχε μπει στην θαλασσα μαζι με την γρια του και παιζανε σαν μικρα παιδια. Τον ηχο που εκανε το νερο της θαλασσας απο τα πλατσουρισματα τους διεκοπτανοι ρυθμικοι, αλλα εκνευριστικοι ηχοι απο τις ρακετες και τα ουρλιαχτα των μαναδων που ειχαν ηδη ανοιξει τα ταπερ με τα κεφτεδακια, τις τοματουλες και τα αυγουλακια, και απαιτουσαν απο τα βλασταρια τους να κατσουν χαμω και να φανε. Προτιμοτερο απο το να κατουρανε στην θαλασσα. Οι ξενοι τουριστες ανοιγανε και καταναλωναν κουτακια μπυρας, το ενα πισω απο το αλλο. Ενας μελαχρινος, γεροδεμενος τυπος με μοντερνα γυαλια ηλιου πηγαινοερχοταν στην παραλια προς... "εποπτευση". Για μεγαλη του απογοητευση, καμια απο τις ελαχιστες κοπελες δεν μπηκε στον κοπο να ασχοληθει μαζι του. Ουτε και αυτος ομως εκανε καμια κινηση. Ανωφελο ειναι. Ο νεαρος χαμογελασε. "Αλλος ενας που νομιζε οτι μπορει να πουλησει μουρη... Και την ηπιε...".
Εκλεισε για λιγα λεπτα τα ματια του και εγειρε προς τα πισω το κεφαλι. Ενιωσε την ζεστη του ηλιου στο προσωπο του. Στο μυαλο του ανακατωμενες σκεψεις, αναμνησεις, ηχοι. Ακουγε τα αυτοκινητα να τρεχουν πανω στα χαλικια. Τις ρακετες να χτυπουν αλυπητα το μπαλακι. Τις μαναδες να φωναζουν τα βλασταρια τους.
Τις σκεψεις του διεκοψε η βραχνη φωνη της γριας που φωναζε στο γερο της να σηκωθει για να φυγουν. Ανοιξε ξαφνικα τα ματια του και το φως τον πλημμυρισε. Μολις επανηλθε η οραση του, διαπιστωσε οτι το ηλικιωμενο ζευγαρακι επαιρνε σιγα σιγα τον δρομο του γυρισμου. "Ποτε ηρθαν στην καντινα; Μεχρι πριν λιγο ησαν στην θαλασσα. Μπορει να οδηγησει σε αυτην την ηλικια ο γερος;" αναρωτηθηκε. "Και οσο σκεφτομαι οτι καποτε θα γινω και εγω σαν κι αυτους... Ρε πως περνουν τα χρονια...", συλλογιστηκε κουνωντας το κεφαλι.



Οι αχτιδες του ηλιου εσταζαν σαν σταγονες αιματος πανω στους λουομενους. Τους προσωρινους δραπετες των μεγαλουπολεων. Τους εφημερους φυγαδες της ζοφερης πραγματικοτητας.

"Μηπως το καλοκαιρι ειναι μονο ενα ονειρο; Μια ουτοπια;" σκεφτηκε καθως εμπαινε στο αυτοκινητο για να παει στο σπιτι που διεμενε. Το βραδυ θα επισκεπτοταν εκεινο το κλαμπακι που ειχε ανακαλυψει περισυ. Ισως η τυχη του χαμογελουσε. "Ποιος ξερει...", μονολογησε.

Ηταν 12 καταμεσημερο και ερχοταν πολυς κοσμος. "Μα δεν ξερουν τι τους γινεται; Παντου γινεται λογος οτι τωρα ειναι η πιο επικινδυνη ωρα για μπανια στην παραλια. Θα ψηθουν για τα καλα, θα παθουν εγκαυματα και θα τρεχουν αρον αρον", ειπε μεσα του οργισμενος.

Μολις το αυτοκινητο του εκανε την τελευταια στροφη φτανοντας στο υψωμα του βραχου, ο νεαρος γυρισε να ριξει μια ματια στην παραλια. Ειδε τα αιωνια θυματα, τους δραπετες των μεγαλουπολεων. Καποιοι απο αυτους θα επιστρεψουν συντομα και παλι σε αυτες. Την θεση τους θα παρουν αλλοι, για να βρασουν και αυτοι με την σειρα τους μεσα σε αυτην την πυρινη κολαση, αναζητωντας λιγες μερες αποδρασης. Απο την καψα των τσιμεντων στην καψα της αμμουδιας. Το ξερει καλα αυτο. Και αυτος στην ιδια μοιρα βρισκεται.

------------------------------------------------------------------------------

[Το κειμενο ειναι αναγραφη μιας συντομης ιστοριας, ενος αδημοσιευτου διηγηματος που γραφτηκε κατα τις μεσημεριανες ωρες της 9ης Αυγουστου 1994 καπου στο Ληξουρι της Κεφαλλονιας. Βασιζεται σε μεγαλο μερος σε υπαρκτα προσωπα και γεγονοτα.]


Keine Kommentare: